The National - High Violet
--------
Τον πατέρα μου τον υποδέχτηκα σκεπτική. Ένοιωθα άβολα στη θέα του, ενός αγνώστου που εισέβαλλε στο χώρο μου. Αλλά μετά τις τόσες συζητήσεις, ήξερα τα πάντα για εκείνον. Είχα προσπαθήσει πολλές φορές να εγκαταλείψω το σπίτι όπου γεννήθηκα, μα κάτι με κρατούσε εκεί. Ίσως η υπόσχεση που έδωσα σε κείνη, πως θα τον περίμενα όταν η ίδια πια θα είχε φύγει απ' τη ζωή. Είπε πως μ' αναγνώρισε απ' την καρδιά μου. Πως μοιραζόμασταν την ίδια. Αυτός κι εγώ. Κι εκείνη. Τρόμαξα τόσο που ξέσπασα.
Θυμήθηκα τα σωθικά της να την κατατρώνε, μαύρο ποτάμι να τρέχει το υγρό στις φλέβες της και να χτυπάει σαν τρελή η μολυσμένη του καρδιά, ώσπου ν' αφήσει την τελευταία της πνοή. Όταν του μίλησα όμως για τη μητέρα μου κατάλαβα. Τον είδα να γερνάει μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, μπροστά στα μάτια μου. Και δεν το πίστευα. Μου είπε να μη φοβάμαι, να φανώ δυνατή όπως κι εκείνος. Πώς ήταν πια ευτυχισμένος πάλι. Και βούρκωσα.
Κάθισα μαζί του και έμαθα πολλά. Έζησα τα όσα έζησε και έμαθα να τα διηγούμαι. Ώσπου μια μέρα τον έχασα κι εκείνον. Η στενοχώρια μου με έκανε να γράψω τα όσα μου δίδαξε η ιστορία τους. Να μην τα κρατάω μόνο μέσα μου. Και κατάφερα να προχωρήσω. Και άφησα πίσω μου το σπίτι που μεγάλωσα, γιατί δεν ήμουν κομμάτι της δικής του ιστορίας. Σύντομα θα ξεκινούσα τη δική μου.
Θυμάμαι ακόμη την τελευταία του στιγμή. Κάθισε στην πολυθρόνα του σκυφτός και έβαλε το κομμάτι που αγαπούσε εκείνη, κλείνοντας τα μάτια του. Η μουσική πλημμύρισε τον κόσμο τους κι έτσι και πάλι ήτανε μαζί. Αυτός εδώ κι αυτή εκεί.
Και του φάνηκε σα ψέμα.