Tuesday, August 05, 2008

Ο κλέφτης των πάντων και ο κλέφτης του πάντοτε (μέρος 3ο)


Όταν άνοιξε τα μάτια της, το μόνο που έβλεπε πυκνό σκοτάδι. Η νύχτα ακόμη δεν είχε εγκαταλείψει την πόλη. Το βιολογικό της ρολόι είχε καταστραφεί. Ήταν η τέταρτη φορά σε μια βδομάδα. Αυτή που πάντα ζούσε με πρόγραμμα...

Ενστικτωδώς, ακούμπησε την κοιλιά της στοργικά, και με τα δύο χέρια, τη χάιδεψε και έγυρε να ξανακοιμηθεί. Μα δε θα ήταν ούτε πέντε τα λεπτά και το κουδούνι πάλι χτύπησε, ο διαπεραστικός ήχος που πλέον μισούσε μα της είχε γίνει απαραίτητος. Στιγμιαία ήλπισε να είναι εκείνος, μα όχι. Ένας άλλος θα ήτανε στην πόρτα, έτοιμος γι' αυτήν, ξελιγωμένος... Κι αυτή απροετοίμαστη.

Έκανε να φορέσει τα πεταμένα και ιδρωμένα ρούχα που αγκάλιαζαν το πάτωμα και όχι το κορμί της, αλλά το ξανασκέφτηκε και του άνοιξε γυμνή. Αυτό που ήθελε να δει. Ένα κομμάτι κρέας.

Από το φως του διαδρόμου όμως, το σώμα της φάνταζε μ' αγάλματος, σμιλεμένο επιμελώς, θελκτικές καμπύλες το κάλυπταν. Ήξερε τι είχε και έλεγε πως αν έσπαγε κάποτε και τον τελευταίο ηθικό φραγμό, θα το πουλούσε για να ζήσει ακόμη πιο άνετα. Μ' ένα της νεύμα στο κρεβάτι τον προσκάλεσε και έκλεισε τα μάτια.

Στα χρόνια της απελπισίας της μετρούσε ανδρικά κορμιά να πέφτουν πλάι της εκατοντάδες και να γεμίζουνε τη μνήμη στο κινητό και το κεφάλι της, ένας δικός της παράνομος στρατός αχόρταγων. Είχε αργήσει να μεγαλώσει, να βγει από την εποχή που όλα γι' αυτήν ήτανε ροζ όσο τα φουσκωμένα μάγουλά της. Που οι μόνοι εραστές που γνώριζε έρχονταν σε κουτιά, ευνουχισμένοι φίλοι μιας φτιασιδωμένης Barbie. Μετά ήρθε εκείνος και όλα έγιναν τόσο γρήγορα... Βιαστικά... "Βιάστηκα". Να ερωτευτεί και να δωθεί. Ολόψυχα.

Δάκρυα συγκρατούσαν τώρα τα μάτια της, αβέβαιη αν έφταιγε το χέρι του που της μελάνιαζε το κορμί ή οι σκέψεις που με τίποτα δεν έμπαιναν σε κούτες ν' απομακρυνθούν και σώμα και μυαλό να καταλαγιάσουν. Είχε μείνει κολλημένη στον έναν, αυτή, η γκόμενα των πολλών. Ό,τι είχε αφήσει πίσω του δε θα το έβλεπε ποτέ, κι όμως θα ήταν ευτυχισμένος. Αυτή όμως είχε χάσει τα πάντα και πιο πολύ της έλειπε η παιδική της αθωότητα.

Τον έδιωξε με το που τελείωσε, δε θα μάθαινε ούτε τ' όνομά του. Δεν την ένοιαζε. Τίποτα δεν τη γέμιζε. Μόνο οι στιγμές στις οποίες ένοιωθε να εξαφανίζεται. Πόσο ειρωνικό... Γέμισε τη μπανιέρα και μπήκε μέσα. Χάθηκε, από τον κόσμο και τα προβλήματά της, βουλιάζοντας στο ζεστό νερό με μια βαθειά ανάσα. Κι ούτε που πρόσεξε το αίμα...

Οι ατμοί θόλωναν το παράθυρο του μπάνιου και έκρυψαν το χαμόγελό του. Ήταν η πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου και το χιόνι μόλις είχε αρχίσει να πέφτει...

(συνεχίζεται...)



LinkWithin

Blog Widget by LinkWithin