νεκρά φτερά και τσακισμένα,
δυο φορές τους το καθένα
μια για τη δημιουργία και μια για το χαμό.
τον εξαφανισμό
ανάμεσα σε άλλα, καταπλακώνονται
πουλιά πανομοιότυπα και πτηνά απροσδιόριστα γεωμετρικά κτισμένα.
ράμφη που δεν τα ξεχωρίζεις πλέον από τις ουρές,
χωρίς μάτια, ανήμπορα να ξεγλιστρήσουν από τα ορθογώνια κλουβιά τους.
χωρίς πόδια, σέρνονται
και με μανδύες καλυμμένους από άλλα πλέον χρώματα
μοιρολογούν μες σε κελιά
τα βράδια
κι αντηχούν στο ξύλο που τα περιβάλλει
το θρόισμα των φύλλων.
και δυναμώνουν οι κραυγές και δεν αφήνουν ήσυχο να κοιμηθεί κανένα.
κι όταν η φυλακή ανοίγει για τροφή δεν παίρνουν τίποτα
- τα στόματά τους ψεύτικα και άκαμπτα παρά τις έντονες γωνίες -
μονάχα το βαρύ φορτίο από τους ώμους των ανθρώπων επωμίζονται
ξεχνούνε πια να συνωστίζονται
και γίνονται ένα με το έδαφος.