Ναι, κάτι μπορεί και να με χάλασε. Ίσως ο αέρας της άλλης μεριάς της πόλης. Είμαι περίεργος. Είμαι τραγικός, το ξέρω. Άλλωστε, μετά, εγώ το προκάλεσα. "Δοκίμασε και θα δεις...". Και δεν ήμουν εκεί. Γύρισα σπίτι με το λαιμό μου μελανιασμένο, σημάδια από δόντια σε μύτη και χέρια και ματωμένα χείλη. Και δεν ένοιωσα τίποτα.
Φιλί. Υπέροχο. Μπορεί και το καλύτερο ως τώρα. Οι αισθήσεις μου ήταν εκεί. Άγγιζα και ένοιωθα. Φιλούσα και το μυαλό μου δούλευε. Δε μπορούσα να αφεθώ. Το στόμα μου βρεγμένο και να διψάω συνέχεια. Απέτρεπα τα χέρια να φτάσουν χαμηλά. Δεν ένοιωθα τίποτα. Σκεφτόμουν. Τι κάνω και τι όχι. Πως θα ξενέρωνε. Και ίσως αυτό να περίμενα. Ή και να ήλπιζα. Μίλησα για ανασφάλειες, κάτι που ακούνε οι φίλοι και με βρίζουν. Δεν είπε τίποτα. Μιλούσα με "μαλάκα" και "ρε". Θύμωνε, καθώς σχεδίαζε το μέλλον. Ανησυχούσα και αν θα τα έβγαζα πέρα σε νέο ρόλο. Δε θα γινόμουν καλός ηθοποιός. Έδειχνα πως δεν ήμουν εκεί.
Φιλιά. Περισσότερα. Για να μη μιλήσω; Για να χαλαρώσω; Κουμπωμένος ως πάνω, πνιγόμουν και πάσχιζα να πάρω ανάσα. Ξεφυσούσα σα να έφευγε ένα βάρος ή να ερχόταν ένα άλλο. Στην αρχή έτρεμα κι όλας. Ολόκληρος. Δε μπορούσα να το σταματήσω. Έτρεμα. Γιατί φοβόμουν; Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και το πόδι μου να συσπάται απ' το άγχος...
Φιλιά. Πιο πολλά. Υγρασία. Αυτό μόνο. Και να φέρνω στο μυαλό κινήσεις. Βήματα. Να σχηματίζονται τα δέντρα αποφάσεων και ακαριαία να επιλέγω πορεία, να μη σταματώ τις επιλογές, να μην αφήνομαι, να ελέγχω τα πάντα. Εκτός από το άγχος. Το κορμί μου δεν αντέδρασε ούτε στιγμή. Δεν έφταιγε.
Πόνος. Στη γλώσσα. Και στη γλώσσα του σώματος, εγώ μακριά.
Αίμα. Μπλέχτηκε με τα φιλιά, δεν κατάλαβα τη γεύση του, ένοιωθα το κάψιμο. Στα χείλη. Τα δάχτυλα μου έγιναν κόκκινα. Ανεξίτηλο το χρώμα του. Το σώμα μου σταμάτησε να τρέμει, μα δε σάλευε καθόλου. Η διαδρομή που το μυαλό μου επέλεξε αυτή τη φορά έλεγε να κλείσω τα μάτια και να φανταστώ αυτό που ήθελα να δω. Ό,τι λάτρευα θα ήταν εκεί. Μα δεν έγινε τίποτα. Άρα δεν έφταιγε. Ήμουν εγώ. Θυμήθηκα το πρώτο μου φιλί. Είχα ακούσει πολλά μετά. Πως δεν έπρεπε να το κάνω, όχι έτσι, όχι κάτι τέτοιο, όχι εγώ. Δεν έπρεπε. Γιατί εκεί, ακολουθούσα. Μιμούμουν πιστά τις κινήσεις, ήμουν μια μηχανή με καύσιμο την περιέργεια. Τώρα ήμουν ένα σαράβαλο. Κατάλαβα πως δεν πρέπει να το κυνηγώ. Ίσως δεν είμαι σαν τους άλλους. Μπορεί να έχεις δίκιο Κ.
Γύρισα σπίτι με το λαιμό μου μελανιασμένο, σημάδια από δόντια σε μύτη και χέρια και ματωμένα χείλη. Ήμουν εγώ. Δε ξέρω τελικά αν ήμουν εκεί. Ακόμη κι όταν το μυαλό μου ταξίδευε στις πιο κρυφές μου φαντασιώσεις, δεν αντέδρασα. Ήμουν εγώ. Και ήμουν εκεί. Μα δεν ένοιωσα τίποτα...
1 comment:
είμαι που είμαι μέσα στα νεύρα που δεν έχω πάει διακοπές, έχω και τα ψυχολογικά μου...
άστα.
θέλω αισιόδοξα μυνήματα
αλλά μου άρεσαν τα φιλιά...
και λίγη γευση από αίμα...
άτιμε! πως τα έγραψες...
μέχρι και σε μένα μείναν οι γρατζουνιές...
Post a Comment