
Παλιά ένοιωθα ένα περίεργο συναίσθημα το οποίο είναι σπανιότατο φαινόμενο να εκδηλωθεί σε μένα. Το λεγόμενο άγχος. Στην περίπτωσή μου, για τη σχολή. Πλέον, ένα μέσο αλλιώτικο απ' τ' άλλα, ο υπολογιστής, βάλθηκε να γίνει σανίδα σωτηρίας αλλά και καταδίκη μου. Έχω μια διπλωματική την οποία λιβανίζω κοντά στα 2 χρόνια τώρα (imagine) και ενώ έχει μείνει εξ' αρχής, μετά το ψάξιμο και τις μεταφράσεις, η ουρά, ήτοι 20-30 σελίδες, επιμένω να μη θέλω να ασχοληθώ μαζί της διότι είναι το ελληνικό κομμάτι, αυτό που με τρομάζει περισσότερο και για το οποίο νοιώθω πως δεν έχω όσες πληροφορίες πρέπει. Ο δικός σου όμως θέλει να παίζει απ' το πρωί ως το βράδυ ηλεκτρονικά, να χαζεύει στο νετ, να γράφει ποστ και απλά να βρίσκεται μπροστά στον υπολογιστή μέχρι ο κώλος του να κάνει πελώριες πληγές απ' το πολύ καθισιό κι η μπάκα του να γίνει σαμπρέλα ικανή να περισώσει μια ολόκληρη παραλία της Χαλκιδικής σε τσουνάμι.
Το πρωί θα συναντήσω την καθηγήτρια-υπεύθυνη της διπλωματικής και θα της δείξω πάλι τα ίδια. Αυτή δε δίνει πολύ σημασία και είναι πολυυύ ελαστική, κάτι το οποίο δε με συμφέρει γιατί χρειάζομαι βούρδουλα. Έτσι και γω σήμερα πήγα το μεσημέρι για φαγητό σε μια
Contemporary Greek Tavern(α) -όπως ακριβώς στο λέω έτσι τό 'γραφε πάνω το πετσετάκι- ενώ είχα πρώτα προλάβει να μασαμπουκώσω μισό σνίτσελ κοτόπουλο αλά κρεμ, μια σαλάτα παντζάρια και ένα μελιτζανομπουρεκάκι (που περίσσεψαν απ' τις αδελφές μου και άλλοι άνθρωποι πεινάνε δεν είναι σωστό να πετάμε το φαγητό, επίσης ήταν να, για τη γεύση μωρέ και για να μου ανοίξει η όρεξη) απ' το σπίτι... Με μόλις 15 λεπτά καθυστέρηση και άλουστο μαλλί (τι; χαχαχα) βρήκα τη
Ζ. με τη
Λ. και πιάσαμε παραλιακά. Τι ωραίο καιρό που κάνει αυτές τις μέρες! Ποιος διαβάζει/κάνει εργασίες; Δικαιολογούμαι...
Αφού καθίσαμε και έπαθα ένα σοκ με το "φιλέτο νουά με σως τρούφας - για δύο άτομα στην προνομιακή τιμή των
44 ευρώ", θεώρησα πως έχω μείνει πίσω στο φαγητό των ταβερνών με τις χωριάτικες, τα ξίγκια και τους μουζάκα. Στον επιτηδευμένα ξύλινο/νησιώτικο διάκοσμο (είχε και δυο τύπου δέντρα φτιαγμένα από σανίδες μες τη μέση) υπήρχαν πήλινα στον ένα τοίχο (απ' όπου μόνο ο δίσκος της Φαιστού έλειπε) και πιατικά/πορσελάνες Βοημίας στον άλλο, ενώ στον κατάλογο πολλές άγνωστες λέξεις. Κατέληξα στο
κονφί πάπιας με "τσιπ" παρμεζάνας το οποίο ιδιαίτερο όσο και να ήταν στη γεύση δε θα το ξανάπαιρνα.
Η
Ζ. τυχαίνει πάντα να βγαίνει μαζί μου σε μαγαζιά στα οποία η εξυπηρέτηση χωλαίνει και γω ντρέπομαι τόσο γιατί εκνευρίζεται και κάνει παράπονα σε σερβιτόρους και προσωπικό (άδικο δεν έχει) ενώ εγώ μαζεύομαι στην καρέκλα μου. Η πάπια που επιπλέει στο λίπος της, έμοιαζε με περιεχόμενα κονσέρβας τόνου και έφτασε αισίως μετά από 40 λεπτά... Και πήραμε και γλυκό. Η σοκολατόπιτα μεγέθους σουβέρ και αξίας 10 ευρώ είχε και χρυσό σπρέι τριγύρω (ότι ξέμεινε απ' την Τσικνοπέμπτη θαρρώ - όπου δε ντύθηκα emo ανίδεοι αλλά L απ' το
Death Note). Τα 'φαγα, τα 'σκασα κι έφυγα.
Υ.Γ. Νόημα το κείμενο δε βγάζει, σκοπό δεν έχει, who cares?
Υ.Γ.2 Εγώ ένα ξέρω, τόσα να 'γραφα, και το 'χω ξαναπεί, 10 διπλωματικές θα 'βγαζα. (Ταιριάζει το φαί με τα λεωφορεία;).
Υ.Γ.3 Η παραδοσιακότατη ταβέρνα δε διέθετε
κουλί φρούτων του δάσους. Διαμαρτύρομαι!