όλα στη ζωή συμβαίνουνε για κάποιο λόγο.
Για όποτε χρειαστείς κάποιον να στο πει.
FB status: “oni was so wasted last night he only remembers flashes of events. Στα ελληνικά το λέμε ρεντίκολο.”
Ήθελα τόσο πολύ να λιποθυμήσω. Να γίνει σούσουρο, να σταματήσει η μουσική, να έρθει το ασθενοφόρο, να νοιώσω από πρώτο χέρι την περίθαλψη εδώ. Να ασχοληθούνε μαζί μου (;). Μα τα έκανα όλα κρυφά. Ψηλάφισα τον τοίχο και σύρθηκα ως τη λεκάνη, αγκαλιάζοντάς τη στοργικά, όσο αυτό μου έχει λείψει. Δε θυμάμαι αν χρειάστηκε να βάλω τα δάχτυλά μου βαθειά ως το λαιμό μου για να ξεράσω την πρώτη φορά.
[...]
Ο Χ. να με ρωτάει αν είμαι καλά. Ναι - πρέπει να ήταν - η απάντησή μου. Δεν ξέρω σε πόσους όμως είπα πως μέθυσα με τρία ποτά.
[...]
Ξανά μέσα, να ρίχνω κάτω τις πετσέτες απ' το μπάνιο τις κρεμασμένες στους τοίχους, να βουτάω το χέρι μου μέσα στο νερό της λεκάνης με το καλό μου πουλόβερ να βρέχεται, να συνειδητοποιώ τι κάνω, ξανά δάχτυλο και εμετός. Δεν τον έβλεπα. Ούτε τον μύριζα. Είχα χάσει τις αισθήσεις μου. Ήθελα να κοιμηθώ με το πρόσωπό μου χωμένο εκεί.
[...]
Η Β. μου έδωσε λεφτά και τα κλειδιά. Φόρεσα προσεκτικά το κασκόλ και το σακάκι μου και με συνόδεψε ένα ζευγάρι ως την έξοδο, εγώ να περπατάω χιαστί και να σκοντάφτω στη μοκέτα.
[...]
Δε μπορούσα να ανοίξω την πόρτα του ταξί. Όταν τα κατάφερα φώναξα τρεις φορές το που πηγαίνω με ένα ευχαριστώ μετά από κάθε πρόταση.
[...]
Τα μάτια του ταξιτζή ήτανε καρφωμένα πάνω μου. Δε μπορώ να ξέρω πόσες γύρες κάναμε. Το ταξίμετρο έδειχνε κοντά στις 22 λίρες.
[...]
Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι ήτανε γαλήνια. Τα καλυμμένα με τη μαλακή μοκέτα σκαλοπάτια μας γίνονται ωραία μαξιλάρια.
[...]
Άφησα 3 με 4 τελειωμένα μηνύματα στη Β. Κάτι μεταξύ "θα αφήσω το κλειδί κάτω απ' το πατάκι" και "έλα να με βοηθήσεις" και "δεν ξέρω αν θα σε ακούσω να χτυπάς". Το θυροτηλέφωνο-συναγερμό.
[...]
Τρέχοντας να πάω να κοιμηθώ οι σκάλες δε με χόρτασαν όσο ήθελαν και βρέθηκα να τις κατρακυλάω όλες απ' την κορυφή με τα μούτρα.
[...]
Σύμφωνα με τη Ν., όταν πίνουμε πολύ σκεφτόμαστε αυτό που πραγματικά θέλουμε. Εγώ όταν ξάπλωσα επιτέλους στο κρεβάτι φορώντας ακόμη την κουκούλα του φούτερ πάνω απ' το κεφάλι μου, σκεφτόμουνα πόσο μου λείπει η Ν. Και έκλαιγα.
Το πρωί που ξύπνησα πλύθηκα, ντύθηκα και πήγα σε μια έκθεση. Γιατί είμαι της κουλτούρας. Ακόμη νοιώθω την εμετίλα σε μύτη, στόμα και στομάχι. Δε θέλω να ξαναπιώ ποτέ. Η Β. έχει αντίθετη άποψη.
Έχει για σύμβολο ένα βέλος που σχηματίζει ένα πεπλατυσμένο κύκλο, μία έλλειψη. Και συμβολίζει την έλλειψη τόσο μοναδικά, συμπληρώνοντας με ήχους τη σιωπή. Οι ίδιοι ήχοι, οι ίδιες νότες, η ίδια μελωδία. Μέσα στη σιωπή. Και τους ήχους. Τους θορύβους.
Δεν άκουγα το όπλο που εκπυρσοκρότησε, στέλνοντας τη σφαίρα από την κάννη του κατευθείαν στην καρδιά μου. Κι ας ήμουν αιμόφυρτος, στο κρύο πεζοδρόμιο μιας ξένης χώρας, τα ακουστικά ήταν ακόμη στα αυτιά μου και μου σιγοτραγουδούσε, πως θα άπλωνε τα χέρια του για να καλύψει ολόκληρη πόλη, πως ευχόταν να ανοίξω τα μάτια μου και να συνειδητοποιήσω τι βρίσκεται τριγύρω μου, τι χάνω, κλεισμένος μέσα και στον εαυτό μου.
Από τη χαραμάδα που είχαν αφήσει τα βλέφαρά μου καθώς έκλειναν έβλεπα ελάχιστα. Μα ούτε και άκουγα κάτι. Άλλο από τη φωνή του. Δεν ξέρω ποια φορά ήταν που έπαιζε το τραγούδι αυτό. Δε μετρούσα, δεν ένοιωθα. Ήμουν χαμένος μέσα του κι ο κόσμος στριφογύριζε. Με ρουφούσε μία πελώρια μαύρη δίνη που έμπλεκε πια τους ήχους από έξω, αυτούς που τα αυτιά μου απέκλειαν. Τις κραυγές της, τις σειρήνες, τον κόσμο που μαζεύτηκε γύρω από το σώμα μου, τις φωνές. Τον κόσμο που με αποχαιρετούσε, σα να με είχε ρίξει σε μια λεκάνη τουαλέτας και να με είχε αποβάλλει, τραβώντας το καζανάκι. Η ίδια δίνη, που με εξαφάνιζε.
Και πνιγόμουν. Και καθώς ένοιωθα να σβήνω, ένα χέρι σα να έβγαινε απ' το πλήθος. Με τραβούσε κι ήμουν ξανά στα πόδια μου και εγκατέλειπα τον εφιάλτη. Της επανάληψης. Το βέλος ξετυλίχθηκε και άνοιξε κι απλώθηκε και έγινε ευθεία.
Και μπόρεσα ξανά να δω μπροστά. Και το τραγούδι άλλαξε.